λεκιθίτης

λεκιθίτης
λεκιθ-ίτης [ῑτ] ἄρτος, , bread
A made of pulse, Seleuc. ap. Ath.3.114b, cf. Carm.Pop.41.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεκιθίτης — λεκιθίτης, ὁ (Α) [λέκιθος] ψωμί παρασκευασμένο από αλεύρι που προέρχεται από όσπρια, ιδίως από κουκιά, ή γλυκό με κύρια συστατικά το αλεύρι και κρόκους αβγών …   Dictionary of Greek

  • λεκιθίτης — made of pulse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκιθίτην — λεκιθίτης made of pulse masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκιθίταν — λεκιθίτᾱν , λεκιθίτης made of pulse masc acc sg (epic doric aeolic) λεκιθίτης made of pulse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκιθίτας — λεκιθίτᾱς , λεκιθίτης made of pulse masc acc pl λεκιθίτᾱς , λεκιθίτης made of pulse masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετνίτης — ἐτνίτης και δωρ. τ. ἐτνίτας, ὁ (Α) [έτνος] άρτος παρασκευασμένος από όσπρια, ο λεκιθίτης («ἐτνίτας ἄρτος ὁ προσαγορευόμενος λεκιθίτας», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”